- παιδοφορέω
- παιδο-φορέω,A waft away a boy,
παιδοφορῶν ἄνεμος AP12.52
(Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδοφορῶν ἄνεμος AP12.52
(Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδοφορῶν — παιδοφορέω waft away a boy pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)